καταπόδας

καταπόδας
καταπόδα
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταπόδας — βλ. καταπόδι …   Dictionary of Greek

  • κατακολουθώ — κατακολουθῶ, έω (AM) [κατακόλουθος] 1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ) 2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.) αρχ. 1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή… …   Dictionary of Greek

  • καταποδώ — καταποδῶ, έω (Μ) ακολουθώ κάποιον καταπόδας, από πίσω, βαδίζω στα ίχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποδῶ «οδηγώ» (< πούς)] …   Dictionary of Greek

  • καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… …   Dictionary of Greek

  • παραπόδας — ΝΑ επίρρ. παρά πόδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρα πόδας (πρβλ. καταπόδας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”